διπλοψήφιση

διπλοψήφιση
η
διπλοψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοψηφίζω. Η λ. διπλοψηφίσεις μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διπλοψήφιση — η η διπλοψηφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”